ἄστρια

ἄστρια
ἄστριον
architectural ornament
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄστρι' — ἄστρια , ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστής — ο θηλ. άστρια αυτός που αγοράζει: Βρέθηκε αγοραστής για το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασκευαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που ανασκευάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεραστής — ο θηλ. άστρια αντίζηλος στον έρωτα: Μάλωσαν οι δυο τους, γιατί ήταν αντεραστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απεργοσπάστης — ο θηλ. άστρια εργάτης που σε καιρό απεργίας προσλαμβάνεται στη θέση απεργού ή εργάτης που δε συμμετέχει στην απεργία: Οι απεργοί δεν άφησαν τους απεργοσπάστες να δουλέψουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκωμιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που εγκωμιάζει, ο υμνητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβιαστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εκβιάζει, που με εκβιαστικά μέσα επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι. 2. αυτός που χρηματίζεται με εκβιασμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενοικιαστής — ο θηλ. άστρια που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ενοίκιο, μισθωτής, νοικάρης, νοικάτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξεταστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εξετάζει, που κάνει εξέταση (σπουδαστών). 2. αυτός που ελέγχει τους άλλους, ελεγκτής: Εξεταστή σε βάλανε για το τι κάνω εγώ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”